σπορά

σπορά
Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της εκβιομηχάνισης της γεωργίας, όλα τα είδη της σ. γίνονται με ειδικά μηχανήματα. Ο όρος σ. χρησιμοποιείται κυρίως για τα δημητριακά, ενώ για τα υπόλοιπα φυτά χρησιμοποιείται ο όρος φύτευση. σπορείο. Λέγεται και φυτώριο ή φυντανότοπος. Είναι ειδικά ετοιμασμένο μέρος για τη σπορά κηπευτικών και λουλουδιών ή οπωροφόρων και δασικών δέντρων που προορίζονται για μεταφύτευση έπειτα από ορισμένο χρόνο. Ως σ. χρησιμοποιούνται μέρη απάνεμα και προσήλια και με έδαφος γόνιμο. Το έδαφος οργώνεται μια ως τρεις φορές για να (η)λιαστεί και να αεριστεί καλά. Καθαρίζεται έπειτα από τις πέτρες και από τα αγριόχορτα, λιπαίνεται με φυσικό λίπασμα, ή με τα κατάλληλα χημικά λιπάσματα για κάθε φυτό, και ποτίζεται ελαφρά. Σε πολλές περιπτώσεις τα σ. σκεπάζονται τις ψυχρές νύχτες.
* * *
η, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η γεωργική εργασία τής τοποθέτησης τού σπόρου ενός προς καλλιέργεια φυτού σε κατάλληλα προετοιμασμένο έδαφος, η οποία αποτελεί τη συνήθη μέθοδο παραγωγής μονοετών και διετών φυτών (α. «καιρός ακατάλληλος για σπορά» β. «περὶ σπερμάτων σπορᾱς, όπόσον μέτριον», Πλάτ.)
2. ο καιρός τής σποράς, η περίοδος τής σποράς (α. «εργάτες παίρνω μόνο στη σπορά και στις ελιές» β. «δεκέτεσι σποραῑς», Ευ ρ.)
3. οι απόγονοι, τα παιδιά (α. «Τούρκου σπορά» β. «γυναῑκα καὶ τέκνων σποράν», Μέν.)
νεοελλ.
1. (δασοπ.) τρόπος αναδάσωσης που επιτυγχάνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες
2. φρ. α) «διαβόλου σπορά»
i) πολύ έξυπνος και εύστροφος
ii) ραδιούργος, κακοποιός
β) «σπορά στα πεταχτά»
(γεωπ.) i) η σπορά με το χέρι
ii) σπορά με μηχανή που γίνεται με το σκόρπισμα τών σπερμάτων σε όλη την έκταση τού χωραφιού, με τυχαίες αποστάσεις
γ) «σπορά σε γραμμές»
(γεωπ.) σπορά με μηχανή κατά την οποία τα σπέρματα απελευθερώνονται από τη μηχανή, με ομοιόμορφο τρόπο, σε γραμμές που βρίσκονται σε καθορισμένες αποστάσεις η μία από την άλλη
δ) «γραμμική σπορά»
(γεωπ.) η σπορά σε γραμμές
ε) «σπορά κατά θέσεις»
(γεωπ.) μέθοδος σποράς κατά την οποία οι σπόροι τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις στο έδαφος κατά ομάδες
στ) «σπορά κατά όρχους»
(γεωπ.) άλλη ονομασία τής σποράς κατά θέσεις
ζ) «σπορά ακριβείας»
(γεωπ.) σπορά σε γραμμές κατά την οποία η σπαρτική μηχανή αποθέτει τους σπόρους έναν έναν στη γραμμή τής σποράς σε καθορισμένες μεταξύ τους αποστάσεις
η) «άμεση σπορά»
(γεωπ.) μέθοδος σποράς κατά την οποία η σπορά γίνεται σε έδαφος που δεν έχει υποστεί καμιά προηγούμενη κατεργασία παρά μόνο ζιζανιοκτονία
θ) «φθινοπωρινή εποχή σποράς»
(γεωπ.) εποχή κατά την οποία σπέρνονται τα ανθεκτικά στις χαμηλές θερμοκρασίες τού χειμώνα φυτά
ι) «εαρινή εποχή σποράς»
(γεωπ.) εποχή κατά την οποία σπέρνονται τα ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες φυτά
μσν.
σπόρος
μσν.-αρχ.
1. γένεση, δημιουργία (α. «ἀγγέλων ἐπὶ τῆς σπορᾱς τῶν ἀνθρώπων τεταγμένων», Ωριγ.
β. «τὴν καθαρὰν τῆς διδασκαλίας καὶ γόνιμον σποράν», Μεθόδ.)
2. καταγωγή, γενιά, σόι (α. «ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾱς φθαρτῆς ἀλλὰ ἀφθάρτου», ΚΔ
β. «ἐκ σπορᾱς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι κλεινός», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η τεκνογονία
2. το φύλο, το γένος («θῆλυς σπορά» — θηλυκό γένος, Ευρ.)
3. στον πληθ. αἱ σποραί
(για ζώα) τα νεογνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ τού σπείρω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”